πονηρός — oppressed by toils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόνηρος — πονηρός oppressed by toils masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
πονηρός, -ή — ό 1. ο κακοπροαίρετος, ο δόλιος, ο πανούργος: Πονηρός άνθρωπος. 2. έξυπνος, διαβολεμένος: Δεν τον γελάς, είναι πονηρός. 3. το αρσ. ως ουσ., πονηρός διάβολος, δαίμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονηρά — πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc pl πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc/acc dual πονηρά̱ , πονηρός oppressed by toils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρότερον — πονηρός oppressed by toils adverbial comp πονηρός oppressed by toils masc acc comp sg πονηρός oppressed by toils neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτάτω — πονηρός oppressed by toils masc/neut nom/voc/acc superl dual πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτάτων — πονηρός oppressed by toils fem gen superl pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηροτέρων — πονηρός oppressed by toils fem gen comp pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρῶν — πονηρός oppressed by toils fem gen pl πονηρός oppressed by toils masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)